1444
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Επίσκεψη Κυριακού Αγκονίτη στη Σαμοθράκη και η πρωιμότερη γραπτή αναφορά στα νεότερα χρόνια για το Ιερό των Μεγάλων Θεών και την αρχαία πόλη.
Ο Κυριακὸς ὁ ἐξ Ἀγκῶνος – Kyriacus Anconitanus de Picenicollibus (K.A.P.) στη Σαμοθράκη (1444)
Ο Κυριακὸς ὁ ἐξ Ἀγκῶνος (1391-1452) υπήρξε ο πιο τολμηρός και παραγωγικός καταγραφέας Ελληνικών και Ρωμαϊκών αρχαιοτήτων, ιδιαίτερα επιγραφών, στον 15ο αι, και η γενική ακρίβεια των καταγραφών του επιτρέπει να τον θεωρήσουμε ως τον θεμελιωτή της σύγχρονης αρχαιολογίας. Μεγάλωσε και εκπαιδεύτηκε για να γίνει έμπορος, αλλά αποτέλεσε, όπως οι περισσότεροι πρώιμοι ουμανιστές, έναν ανανήψαντα προσήλυτο, θα μπορούσαμε να πούμε, του αναγεννημένου ενδιαφέροντος στον αρχαίο Ελληνικό και Ρωμαϊκό πολιτισμό που ονομάζουμε Αναγέννηση. Όμως ο προσηλυτισμός του δεν συνέβη μόνο με την εκ νέου ανακάλυψη των κλασικών χειρογράφων, αλλά ιδιαίτερα με την αδιάκοπη προσωπική του επαφή με τα φυσικά κατάλοιπα της κλασικής αρχαιότητας που ήταν σκορπισμένα τόσο στο Ιταλικό τοπίο όσο και στα νησιά, την ηπειρωτική Ελλάδα και την Μικρά Ασία. Απ’ αυτά τα ταξίδια που εξυπηρετούσαν τα αρχαιολογικά παρά τα εμπορικά του ενδιαφέροντα, προέρχονται τα ημερολόγια και οι επιστολές του γεμάτες με διηγήσεις των περιπλανήσεών του. Αυτές οι λεκτικές περιγραφές ήταν συχνά εικονογραφημένες με ερασιτεχνικά σχέδια ναών και άλλων κτιρίων, αγαλμάτων και τειχών πόλεων που είχε δει, πολλά από τα οποία δεν υπάρχουν πια ή σώζονται σε πολύ άσχημη κατάσταση. Ίσως οι ευρύτερα γνωστές συμβολές του στην κλασική έρευνα είναι τα αντίγραφα χιλίων περίπου Λατινικών και Ελληνικών επιγραφών, πολλές από τις οποίες έχουν εξαφανιστεί.
Πριν τα τριάντα του επόπτευε τα οικονομικά ενός φιλόδοξου προγράμματος του παπικού κυβερνήτη της Αγκόνας, του Καρδιναλίου Gabriele Conulmer (ο μελλοντικός Πάπας Ευγένιος Δ΄), για την αποκατάσταση του αρχαίου λιμανιού της πόλης. Αργότερα, στα 1427–1431, ταξίδεψε με εμπορικά πλοία που έπιαναν στα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου, όπως η Δαμασκός, η Κύπρος, η Κωνσταντινούπολη, η Αδριανούπολη και η Καλλίπολη. Την περίοδο αυτή αποκτούσε εμπειρία, εκτός του εμπορίου, στην πολιτική, τη διοίκηση και τη διπλωματία. Από την εμπειρία της χλιδής της αυλής του σουλτάνου και της δυστυχίας των χιλιάδων Ελλήνων αιχμαλώτων πολέμου των οποίων υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας στην Αδριανούπολη, προέκυψε ένα φιλόδοξο σχέδιο που μετέφερε βιαστικά στη Ρώμη να παροτρύνει τον νέο πάπα να συγκαλέσει μία σύνοδο της Εκκλησίας που θα μπορούσε να οδηγήσει στην επανένωση της Ελληνικής Ορθόδοξης και της Ρωμαϊκής Καθολικής Εκκλησιών και να αναγγείλει μία σταυροφορία με σκοπό ν’ ανακουφίσει την Κωνσταντινούπολη από την πίεση διώχνοντας τους Τούρκους από την Ευρωπαϊκή Θράκη (ο Ευγένιος έκανε και τα δυο, συγκαλώντας τη σύνοδο της Φεράρας-Φλορεντίας το 1437 και αναγγέλλοντας μία σταυροφορία το 1443). Με τις επιστολές και τα ημερολόγια της περιόδου 1443–1449, στην τρίτη και τελευταία περίοδο της ζωής του (1443–1452), ο Κυριακός χαρακτηρίζεται από ένα πλέγμα ενδιαφερόντων και ικανοτήτων – αρχαιολογικών, πολιτικών, θρησκευτικών και εμπορικών. Απ’ αυτά τα τελευταία ταξίδια διασώζονται 53 επιστολές και σύντομα αποσπάσματα ημερολογίου και πέντε πιο εκτεταμένα αποσπάσματα των ταξιδιωτικών ημερολογίων του που αναφέρουν επισκέψεις στην Προποντίδα, πολλά απ’ τα νησιά και τις παραλιακές πόλεις του βόρειου Αιγαίου, τις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο.
Από τους επισκέπτες της Σαμοθράκης στους νεότερους χρόνους ο Κυριακὸς ὁ ἐξ Ἀγκῶνος ήταν αυτός με τα μεγαλύτερα κύρος και αξία. Η συνοπτική περιγραφή της σύντομης παραμονής του στο νησί, η πρωιμότερη αναφορά στο αρχαίο ιερό, την πόλη που διαθέτουμε, διατηρείται σ’ ένα εύγλωττο, αν και αποσπασματικό κείμενο από το χαμένο του ημερολόγιο στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού.
Επιστολή 18, Ημερολόγιο ΙΙ
Στις 2 Οκτωβρίου αναχωρήσαμε από την Ίμβρο σ’ ένα μικρό σκάφος με τέσσερις κωπηλάτες που μας παραχώρησε ο Κυβερνήτης (Μανουήλ) Ασάνης (Λάσκαρις). Μας οδήγησε ένας έμπειρος Ιμβριώτης ναυτικός που λεγόταν Μανουήλ, και ύστερα από ένα ήσυχο ταξίδι με ευνοϊκούς ανέμους, φτάσαμε στη Σαμοθράκη, το ονομαστό νησί στο Αιγαίο με πανύψηλα όρη, το οποίο ο δικός μας [P. Vergilius] Maro θυμάται στην Αινειάδα μ’ αυτές τις λέξεις:
Η Θρακική Σάμος που τώρα λέγεται Σαμοθράκη.
Πραγματικά, την επομένη, με οδηγό τον ίδιο τον Μανουήλ, περπατήσαμε περίπου εκατό στάδια σ’ απότομο ορεινό έδαφος προς τη μεσογειακή σύγχρονη πόλη του νησιού, όπου γνώρισα για πρώτη φορά τον Ιωάννη Λάσκαρι, ο οποίος αντιπροσώπευε τον κυβερνήτη Παλαμήδη Γκατιλούζιο και με υποδέχτηκε πολύ ευγενικά και μου έκανε την τιμή να με συνοδεύσει την επόμενη τυχερή Κυριακή στην ίδια την αρχαία πόλη, που ονομάζεται Παλαιόπολις και βρίσκεται στην παραλία του βόρειου τμήματος του νησιού.
Εκεί, με οδηγό το ίδιο, είδαμε για πρώτη φορά τα αρχαία τείχη που ήταν κτισμένα από μεγάλες πέτρες. Εκτείνονται από ένα ψηλό απότομο λόφο σε μεγάλη έκταση σε μία κατηφοριά μέχρι τη θάλασσα, διασώζονται μέχρι σήμερα, με πύργους και πύλες κατά τόπους με θαυμάσια ποικιλία αρχιτεκτονικών ρυθμών. Επιπλέον στη σωρευμένη φήμη του νησιού προστίθεται αυτό που μας παραδίδει ο Πλούταρχος, ότι ο νεαρός Φίλιππος συνάντησε εκεί την Ολυμπιάδα, τη μητέρα εκείνου του πιο γνωστού βασιλιά Αλέξανδρου.
Είδαμε επίσης τα τεράστια κατάλοιπα του μαρμάρινου ναού του Ποσειδώνα, τμήματα κολοσσιαίων κιόνων, επιστύλια και βάσεις αγαλμάτων και παραστάδες θυρών διακοσμημένες με γιρλάντες βουκράνων και άλλες πολύ όμορφες και περίτεχνες ανάγλυφες μορφές.
Και μετά αφού πήγαμε στο νέο κάστρο που έκτισε ο πρίγκηπας Παλαμήδης, είδαμε στον ίδιο τον πύργο πολλά αρχαία, περίτεχνα δουλεμένα, σύνθετα μάρμαρα, πάνω στα οποία παρατηρήσαμε πολλές ανάγλυφες νύμφες που χορεύουν· και ανακαλύψαμε σε κάθε πλευρά πολλά άλλα καταπληκτικά κατάλοιπα της αρχαιότητας αυτής της μεγάλης πόλης και σημαντικές, πολύ παλιές επιγραφές στα Ελληνικά και Λατινικά.
1854
Πρώτη ανασκαφή στο Ιερό των Μεγάλων Θεών από τους E. O. Blau και K. Schlottmann.
1857
Ο Γερμανός αρχαιολόγος Alexander Conze καταγράφει μνημεία στη Σαμοθράκη.
1863
Ο C. F. N. Champoiseau, Γάλλος υποπρόξενος διαπιστευμένος στην Υψηλή Πύλη με έδρα την Αδριανούπολη (Edirne) ανακαλύπτει το άγαλμα της Νίκης.
1866
Οι G. Deville και E. G. Coquart, απεσταλμένοι από τον Αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ΄ στο νησί, χαρτογραφούν το Ιερό των Μεγάλων Θεών και το τείχος της πόλης, και κάνουν δοκιμαστικές ανασκαφές.
1873, 1875
Ο A. Conze διεξάγει τις πρώτες συστηματικές ανασκαφές στο Ιερό των Μεγάλων Θεών. Ήταν μία περίοδος κατά την οποία η ανάπτυξη της πολιτιστικής-ιστορικής προσέγγισης είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση των αρχαιολογικών μεθόδων. Ύστερα από συμφωνία με τις Τουρκικές αρχές, τα ευρήματα από την ανασκαφή του 1873 εστάλησαν στη Βιέννη, ενώ τα περισσότερα από τα ευρήματα του 1875 παραδόθηκαν στους Τούρκους στην Καλλίπολη, αλλά το μεγαλύτερο μέρος τους χάθηκε κατά τη μεταφορά στην Κωνσταντινούπολη. Η δημοσίευση (1875 και 1880) των ανασκαφών αυτών σε δύο μεγάλους τόμους αποτέλεσε την πρώτη «σύγχρονη» έκθεση ανασκαφής, με σχέδια καμωμένα από αρχιτέκτονες και πραγματικές φωτογραφίες εξαιρετικής ποιότητας, οι οποίες είναι τώρα πολύτιμα τεκμήρια για κτίρια που υπέστησαν από τότε σημαντική φθορά.
Alexander Conze
1831–1914
Ο Alexander Conze, μία πολύ σημαντική μορφή της αρχαιολογίας του 19ου και των αρχών του 20ού αι., σπούδασε στα πανεπιστήμια του Göttingen και Βερολίνου. Το 1855 πήρε τον διδακτορικό του τίτλο στο Βερολίνο ως φοιτητής του Eduard Gerhard. To 1857 ο A. Conze ταξίδεψε στα νησιά του Θρακικού Πελάγους και το 1860 δημοσίευσε το Reise auf den Inseln des Thrakischen Meeres, όπου καταγράφει μνημεία και στη Σαμοθράκη. Το 1863 έγινε αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Halle, και από το 1869 μέχρι το 1877 ήταν καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Τη δεκαετία του 1870 διεύθυνε δύο αρχαιολογικές έρευνες στη Σαμοθράκη (1873 και 1875). Τα αποτελέσματά τους παρουσιάστηκαν σε δύο τόμους μιας μνημειώδους δημοσίευσης (1875 και 1880). Το 1877 διαδέχτηκε τον Karl Bötticher ως διευθυντής του Antikensammlung (Συλλογής Κλασικών Αρχαιοτήτων) στο Βερολίνο. Το 1878 με τον Carl Humann άρχισε ανασκαφή στο Πέργαμον της Μικράς Ασίας, όπου αποκάλυψαν τον περίφημο Βωμό του Περγάμου. Το 1887 έγινε Γραμματέας του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Ο Alexander Conze συνέβαλε στον αναπροσδιορισμό της αρχαιολογίας του 19ου αι. από μία ανθρωπιστική και αισθητική μελέτη των έργων της αρχαίας τέχνης σε μία τεχνική επιστήμη προσεκτικής ανασύστασης της ιστορίας.
1879
Ο Champoiseau μεταφέρει στο Λούβρο τους λίθους της πλώρης που αποτελεί τη βάση του αγάλματος της Νίκης.
1891
Ο C. Champoiseau ψάχνει στη Σαμοθράκη για το κεφάλι της Νίκης και ανακαλύπτει το Θέατρο στο Ιερό των Μεγάλων Θεών. Την περίοδο αυτή ο Γαλλο-σπουδασμένος Σαμοθρακίτης γιατρός Ν. Β. Φαρδύς, ο οποίος έζησε και εργάστηκε στο νησί της καταγωγής του, έδειξε έντονο ενδιαφέρον για τις αρχαιότητες της Σαμοθράκης και έκανε δοκιμαστικές ανασκαφές σε κάποιους από τους αρχαιολογικούς της χώρους.
Ν. Β. Φαρδύς
Με τη δεύτερη αποστολή του Champoiseau το 1891, εμφανίζεται στο προσκήνιο της αρχαιολογικής έρευνας του νησιού ο Σαμοθρακίτης αρχαιόφιλος Ν. Β. Φαρδύς, ο οποίος επίσημα ασκεί καθήκοντα διερμηνέα, όμως είχε πολύ ουσιαστικότερο ρόλο. Ο Ν. Β. Φαρδύς, σημαντική προσωπικότητα της Σαμοθράκης στα τέλη του 19ου αι., σπούδασε ιατρική στη Μασσαλία (1880–85) όπου ταυτόχρονα ασχολήθηκε με τη γλώσσα εκδίδοντας τη Διατριβη περι ατονου και απνευματιστου γραφης της Ελληνικης γλωσσης και, πριν την επιστροφή του στη Σαμοθράκη το 1887, δίδαξε ελληνικά στους ελληνόφωνους του χωριού Καργκέζε της Κορσικής. Ο Φαρδύς ήταν εκείνος που, στο πλαίσιο της τελευταίας αποστολής Champoiseau, έσκαψε πρώτος στη Νότια Νεκρόπολη, το σπουδαιότερο από τα νεκροταφεία της αρχαίας πόλης, ενώ ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συμβολή του στη μελέτη των επιγραφών της Σαμοθράκης. Εκτός από το « Journal de la mission de Mr Champoiseau à Samothrace, juin-juillet 1891 », επίσημη έκθεση-ημερολόγιο της αποστολής που διατηρείται στα αρχεία της Γαλλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, πληροφορίες για την αποστολή αυτή μας έχει αφήσει και ο Φαρδύς στο χειρόγραφό του Φ3 που φυλάσσεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη.
1923
Γαλλο-Τσεχοσλοβακικές ανασκαφές στο Ιερό των Μεγάλων Θεών από τους A. Salač και F. Chapouthier.
1927
Τσεχοσλοβακικές ανασκαφές στο Ιερό των Μεγάλων Θεών από τους A. Salač και J. Nepomucký.
1938-1960
Α’ περίοδος της Αμερικανικής έρευνας στο Ιερό των Μεγάλων Θεών υπό τον K. Lehmann.
Karl Lehmann (Lehmann-Hartleben μέχρι το 1945)
1894–1960
Ο Karl Lehmann ήταν ιστορικός της αρχιτεκτονικής και γλυπτικής της Κλασικής Ελλάδας και της Ρώμης, ειδικός στα χάλκινα αγάλματα και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Νέας Υόρκης από το 1935 μέχρι το 1960. Πήρε Λουθηρανή παιδεία από καλλιεργημένους γονείς Εβραϊκής καταγωγής. Ο Lehmann σπούδασε με τον Ferdinand Noack στο Πανεπιστήμιο του Tübingen και τον Heinrich Wölfflin στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου στα χρόνια αμέσως πριν τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη διάρκεια του πολέμου υπηρέτησε στον Ερυθρό Σταυρό για τη Γερμανία και ως διερμηνέας για το Τουρκικό ναυτικό, με το τελευταίο να του δίνει τη δυνατότητα αρκετών ταξιδιών στη Μικρά Ασία. Πήρε διδακτορικό δίπλωμα στην Κλασική Αρχαιολογία από το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου το 1922 με τον Ulrich von Wilamowitz-Moellendorff. Υπήρξε Βοηθός Διευθυντής στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Ρώμης πριν διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Το 1925 μετακινήθηκε στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης όπου δίδαξε μέχρι τον διορισμό του ως καθηγητή αρχαιολογίας και διευθυντή του αρχαιολογικού μουσείου, από το 1929 μέχρι το 1933 στο Πανεπιστήμιο του Münster. Το 1933 απολύθηκε από τους Ναζί εξαιτίας της Εβραϊκής του κληρονομιάς και των φιλελεύθερων πολιτικών του πεποιθήσεων. Μετά από παραμονή δύο χρόνων στην Ιταλία ως ανεξάρτητος ερευνητής, o Karl Lehmann μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες και έγινε Καθηγητής στο Ινστιτούτο Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Νέας Υόρκης το 1935. Στο Πανεπιστήμιο Νέας Υόρκης ο Karl Lehmann ίδρυσε το Archaeological Research Fund και συνέχισε την αρχαιολογική του δουλειά στη Μεσόγειο, στην οποία περιλήφθηκαν οι ανασκαφές στο Ιερό των Μεγάλων Θεών στη Σαμοθράκη που άρχισαν το 1938 και συνεχίστηκαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1944 έγινε Αμερικανός πολίτης. Την περίοδο του θανάτου του επιμελούνταν την έκδοση των δημοσιεύσεων της Σαμοθράκης για το Bollingen Foundation στην Ελβετία. Σε μία εποχή έντονης εξειδίκευσης της επιστημονικής έρευνας, η συνεισφορά του Karl Lehmann αγκάλιασε στο σύνολό του το πεδίο του κλασικού πολιτισμού και σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από το ενδιαφέρον του για τα προβλήματα της επιβίωσης ή αναβίωσης της αρχαιότητας στη μεταγενέστερη Δυτική τέχνη.
1939
Άρχισε η κατασκευή του Αρχαιολογικού Μουσείου στην Παλαιόπολη με χορηγία ενός Αμερικανού στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Τα σχέδια έγιναν από τον S. M. Shaw του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης στη Νέα Υόρκη.
1955
Εγκαίνια Αρχαιολογικού Μουσείου Σαμοθράκης.
1956 – 2024
Οι αρμόδιες για τη Σαμοθράκη Εφορείες Αρχαιοτήτων ασχολούνται με τον εντοπισμό αρχαιολογικών χώρων, την περισυλλογή αρχαιοτήτων, την ανασκαφή των περισσότερο απειλούμενων χώρων, την προστασία, συντήρηση και προβολή των μνημείων. Τα σημαντικότερα κατά χρονολογική σειρά αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία όπου έγιναν ή γίνονται εργασίες ήταν το Μικρό Βουνί, ο Βρυχός, η Μάνταλ’ Παναγιά, η αρχαία πόλη της Σαμοθράκης, το Ιερό των Μεγάλων Θεών, η Βόρεια και η Νότια Νεκρόπολη, τα Κεραμιδαριά, οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές στην Παλαιόπολη και Καμαριώτισσα, ο Πύργος του Φονιά, η Μονή Χριστού, οι οχυρώσεις Gattilusi στη Χώρα και στην αρχαία πόλη. Οι επιστήμονες που πήραν μέρος κατά αλφαβητική σειρά είναι οι Α. Βαβρίτσας, Ι. Κανονίδης, Χ. Καραδήμα, Ε. Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, Μ. Κουτσουμανής, Δ. Μάτσας, Σ. Μπάζας, Α. Μπακιρτζής, Χ. Μπακιρτζής, Κ. Ξανθοπούλου, Π. Πάντος, Ε. Παπαθανασίου, Χ. Παρδαλίδου, Ε. Πεντάζος, Ε. Σκαρλατίδου, Δ. Τερζοπούλου και Δ. Τριαντάφυλλος.
Ανδρέας Κ. Βαβρίτσας
1914–2014
Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Διορίστηκε ως αρχαιολόγος το 1947 και υπηρέτησε αρχικά στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Αρχιπελάγους με έδρα τη Μυτιλήνη, ως προϊστάμενος, έχοντας αναλάβει συγχρόνως την εποπτεία της ανασκαφής του Ινστιτούτου Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης στο Ιερό των Μεγάλων Θεών, ως εκπρόσωπος του Ελληνικού Κράτους. Από το 1954 μέχρι το 1958 του ανατέθηκε και η Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων. Την περίοδο 1958–1960 μετέβη στη Γερμανία (Tübingen, Μόναχο, Βερολίνο) με υποτροφία του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Κατά τα έτη 1961–62 τοποθετήθηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Το 1962 αναλαμβάνει τη νεοσύστατη Εφορεία Αρχαιοτήτων Θράκης (Κομοτηνή), όπου παραμένει μέχρι το 1968. Το 1968 μετατέθηκε στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Αττικής ως προϊστάμενος. Το 1969 τοποθετείται προϊστάμενος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κεντρικής Μακεδονίας. Την περίοδο 1972–74 υπηρετεί ως Διευθυντής Αρχαιοτήτων στο Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών, και από το 1975 μέχρι το 1979 που συνταξιοδοτείται, υπηρετεί στο Υπουργείο Βορείου Ελλάδος ως εκπρόσωπος του Υπουργείου Πολιτισμού. Ανέσκαψε στη Μυτιλήνη, Σαμοθράκη, Μαραθώνα, Θεσσαλονίκη, Πέλλα, Έδεσσα και Ζώνη. Επιμελήθηκε της αναδιοργάνωσης του αρχαιολογικού χώρου της Δήλου και των Μουσείων Δήλου και Μυκόνου. Εγκαινίασε τα νέα μουσεία στο Κιλκίς, στην Πέλλα, τον Πολύγυρο και μία νέα πτέρυγα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
1966 – 2012
Β’ περίοδος της Αμερικανικής έρευνας στο Ιερό των Μεγάλων Θεών υπό τον J. R. McCredie.
James R. McCredie
1935–2018
Ο James (Jim) R. McCredie ήταν απόφοιτος και διδάκτορας του Πανεπιστημίου Harvard. Πήρε μέρος στην ανασκαφή του Πτολεμαϊκού στρατοπέδου στην Κορώνη της Αττικής και η επακόλουθη δημοσίευση της διδακτορικής του διατριβής, Fortified Military Camps in Attica, ήταν πρωτοποριακή συμβολή στην ιστορία και αρχαιολογία της Αθήνας και της Αττικής στον 3ο αι. π.Χ. Δίδαξε κλασική αρχαιολογία στον Ινστιτούτο Καλών Τεχνών της Νέας Υόρκης από το 1963 μέχρι την τοποθέτησή του ως διευθυντή της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα το 1969, θέση που είχε μέχρι το 1977. Το 1978 επέστρεψε στο Ινστιτούτο Καλών Τεχνών ως Καθηγητής, ενώ από το 1983 μέχρι το 2002 ήταν διευθυντής του. Το 1962 ο J. R. McCredie στελέχωσε τις Αμερικανικές ανασκαφές στο Ιερό των Μεγάλων Θεών, αρχικά ως διευθυντής πεδίου και από το 1966 μέχρι το 2012 ως διευθυντής. Στη διάρκεια μισού αιώνα έρευνας στο ιερό υπερδιπλασίασε τον αριθμό των γνωστών κατασκευών σ’ αυτό. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την αρχιτεκτονική του αρχαιολογικού χώρου, εργαζόμενος κοντά στους αρχιτέκτονες σε όλα τα ζητήματα της αποκατάστασης των μνημείων και σε κάθε λεπτομέρεια της σχεδιαστικής τεκμηρίωσης. Η επανεξέταση της περιοχής στην καρδιά του ιερού οδήγησε σε αρχιτεκτονικές ανακαλύψεις οι οποίες συνεχίζουν να τροφοδοτούν την κατανόηση της λειτουργίας της λατρείας και της ιστορίας του Ιερού των Μεγάλων Θεών.
2012 – Σήμερα
Γ’ περίοδος της Αμερικανικής έρευνας στο Ιερό των Μεγάλων Θεών υπό την B. D. Wescoat.
Bonna D. Wescoat
Η B. D. Wescoat είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και Samuel Candler Dobbs Καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Emory των ΗΠΑ. Από το 2012 διευθύνει τις Αμερικανικές Ανασκαφές στο Ιερό των Μεγάλων Θεών και από το 2022 την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα. Τα κύρια ερευνητικά της ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στην αρχιτεκτονική και στην ιερή εμπειρία στην αρχαία Ελλάδα, όπως τεκμηριώνονται με ανασκαφή, τρισδιάστατες απεικονίσεις, αρχιτεκτονικές αποκαταστάσεις και πειραματική αρχαιολογία. Η B. D. W. εντάχθηκε στην ανασκαφή του Ιερού των Μεγάλων Θεών το 1977, αρχικά ως αρχαιολογικός βοηθός. Από το 1983 μέχρι το 1988 διεξήγε αρχαιολογική έρευνα πεδίου στα μνημεία του Δυτικού Λόφου. Την περίοδο 1997–2011 ήταν υπεύθυνη του προγράμματος πεδίου που περιλάμβανε αρχιτεκτονική, αποτύπωση, μετρολογία και δημοσίευση των μνημείων των Ανατολικού και Δυτικού Λόφων. Οι πρόσφατες συλλογικές της εργασίες στο Ιερό των Μεγάλων Θεών περιλαμβάνουν: τρισδιάστατη ψηφιακή απεικόνιση του Ιερού· τη γεωλογία και γεωμορφολογία της περιοχής του· συμπληρωματικές έρευνες στους Ανατολικό και Δυτικό Λόφους, και στο Κεντρικό Ρέμα· έρευνα στο τμήμα του τείχους της αρχαίας πόλης απέναντι στο Ιερό, αρχαιολογική επισκόπηση και γεωφυσική διασκόπηση του εδάφους ανάμεσα στο Ιερό και την αρχαία πόλη.