Η είσοδος στο Ιερό
Η Αίθουσα Γ είναι κυρίως αφιερωμένη στα μνημεία του συγκροτήματος εισόδου στον Ανατολικό Λόφο, το οποίο για μισή τουλάχιστον χιλιετία αποτελούσε το κατώφλι που οδηγούσε στην καρδιά του ιερού. Έχοντας ολοκληρώσει τη διαδρομή τους από την πόλη, οι υποψήφιοι για μύηση συγκεντρώνονταν εδώ για την προετοιμασία τους στις μυητικές τελετουργίες που γίνονταν στα απομονωμένα στο βάθος της ρεματιάς δυτικά, ιερά κτίρια. Το συγκρότημα εισόδου ήταν επίσης ο τελικός σταθμός συγκέντρωσης των νέων μυστῶν και ἐποπτῶν, για να αναλογιστούν την εμπειρία τους πριν την επιστροφή τους στον έξω κόσμο.
Η Ιερή Οδός
Οι πιστοί οδηγούνταν από την πόλη προς την καρδιά του Ιερού των Μεγάλων Θεών μέσω της Ιερής Οδού, η οποία αποτελούσε εξαιρετική θέση για την έκθεση αναθηματικών και αναμνηστικών εκθεμάτων, όπως δείχνουν πολλά λαξεύματα στον βράχο για την τοποθέτηση μνημείων και στηλών.
O Θεατρικός Κύκλος
Ο Θεατρικός Κύκλος κατασκευάστηκε στο τέλος του 5ου ή στην αρχή του 4ου αι. π.Χ. Στην αρχική διαμόρφωση, ο ορχηστρικός χώρος πλαισιωνόταν από τέσσερις τουλάχιστον σειρές ομόκεντρων ασβεστολιθικών βαθμίδων, που ήταν κατάλληλες για όρθιο ακροατήριο. Ο μαρμάρινος κυλινδρικός λίθος με κυμάτια που εκτίθεται στην αίθουσα αυτή, ταυτίστηκε με βωμό για θυσίες. Θεωρήθηκε ότι αρχικά βρισκόταν στο κέντρο του Θεατρικού Κύκλου. Η θέση του τελευταίου συνδέθηκε επίσης με την praefatio sacrorum (την πρόρρησιν μυστηρίων), δηλαδή την εισαγωγή στις τελετουργίες που ακολουθούσαν στην κεντρική ρεματιά του Ιερού των Μεγάλων Θεών. Τέλος, στον χώρο αυτό ίσως τελούνταν η καθαρτήρια Κορυβαντική τελετουργία της θρονώσεως. Τα λυχνάρια που βρέθηκαν στην επίχωση επιβεβαιώνουν την πληροφορία ότι τα μυστήρια γίνονταν νύχτα. Η ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα των κωνικών κυπέλλων που βρέθηκε στην περιοχή αυτή ίσως συνδέεται με προσφορές.
Οι Εξέδρες Μνημείων και ο Βαθμιδωτός Αναλημματικός Tοίχος
Ο Ανατολικός Λόφος υπήρξε μία από τις κομβικές θέσεις έκθεσης γλυπτών αναθημάτων στο Ιερό των Μεγάλων Θεών. Στη νοτιοδυτική περίμετρο του Θεατρικού Κύκλου, δύο τόξα εκτείνονταν από το Ανάθημα Φιλίππου Γ΄ και Αλεξάνδρου Δ΄ μέχρι τη βαθμιδωτή ράμπα του Προπύλου Πτολεμαίου Β΄.
Το πρώτο τόξο, οι Εξέδρες Μνημείων (317 π.Χ. – 3ος αι. π.Χ.), περιλάμβανε έξι εξέδρες, οι οποίες ήταν κυρίως βάσεις χάλκινων αγαλμάτων φυσικού μεγέθους. Στην ύστερη Ελληνιστική περίοδο (περίπου 175–100 π.Χ.) προστέθηκε μία νέα εξωτερική μεγάλη εξέδρα, o Βαθμιδωτός Αναλημματικός Τοίχος, ο οποίος είχε χώρο για 220 περισσότερους θεατές-συμμετέχοντες στα τελετουργικά δρώμενα του Θεατρικού Κύκλου, ενώ έφερε και γλυπτά αναθήματα. Τα λίγα στοιχεία που σώζονται από τα αγάλματα, κυρίως βλεφαρίδες, και οι δεκάδες ανεξάρτητες βάσεις και ορθοστάτες μνημείων, μαρτυρούν τη σπουδαία έκθεση αγαλμάτων που κάποτε έδινε ζωή στην περιοχή αυτή.
To Ανάθημα Φιλίππου Γ΄ και Αλεξάνδρου Δ΄
Αυτό το μαρμάρινο εξάστυλο πρόστυλο Δωρικό κτίριο όταν κατασκευάστηκε αποτελούσε το πρώτο σημαντικό κτίριο που έβλεπαν οι εισερχόμενοι στο Ιερό των Μεγάλων Θεών. H αναθηματική επιγραφή στο επιστύλιο της πρόσοψης θύμιζε τη δωρεά του κτιρίου που έγινε την περίοδο 323-317 π.Χ. από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου: τον ετεροθαλή αδελφό του Φίλιππο Γ΄ Αρριδαίο και το νήπιο, γιο του Μεγάλου Αλεξάνδρου που γεννήθηκε μετά τον θάνατό του, Αλέξανδρο Δ΄.
Το κτίριο έχει κατασκευασθεί με δύο διαφορετικούς τύπους μαρμάρου, οι οποίοι αντίστοιχα απασχόλησαν δύο συνεργεία μαστόρων, ένα Αττικό και ένα Θασίτικο. Η πρόσοψη κατασκευάστηκε εξολοκλήρου από μάρμαρο Πεντέλης. Η κρηπίδα, ο πίσω και οι πλευρικοί τοίχοι κατασκευάστηκαν από μάρμαρο Θάσου.
Από την άποψη της χρήσης, το Ανάθημα φαίνεται ότι λειτούργησε κυρίως ως υπόστεγο, ως στεγασμένος σκηνικός χώρος για τις τελετουργίες, προσωρινός χώρος φύλαξης εξοπλισμού, στεγασμένος χώρος παραμονής κάποιων από τους συμμετέχοντες στα δρώμενα που τελούνταν στον Θεατρικό Κύκλο. Όμως, δεν αποκλείεται να λειτουργούσε ως πρόπυλο πριν την κατασκευή (285–281 π.Χ.) του Προπύλου Πτολεμαίου Β΄. Το Ανάθημα επιστρατεύει υλικά από την Αττική, Αθηναϊκές αρχιτεκτονικές μορφές και Πελοποννησιακό στυλ. Διασταυρώνοντάς τα με Θασίτικα υλικά και ταλέντο, το κτίριο ενσωματώνει την υβριδική ζωντάνια της Μακεδονικής αρχιτεκτονικής Σχολής.
Η τμηματική αναστήλωση της από Πεντελικό μάρμαρο πρόσοψης του Αναθήματος Φιλίππου Γ΄ και Αλεξάνδρου Δ΄ περιέλαβε, από κάτω προς τα πάνω, το νοτιοανατολικό γωνιακό κιονόκρανο, δύο λίθους από το επιστύλιο, δύο λίθους από τη ζωφόρο, δύο λίθους από το οριζόντιο γείσο και έναν λίθο από το τύμπανον. Οι δύο λίθοι του επιστυλίου φέρουν τις πρώτες δύο λέξεις ΒΑΣΙΛΕ│ΙΣΦΙΛΙΠΠΟΣ│ της αναθηματικής επιγραφής, η πλήρης αποκατάσταση της οποίας είναι: ΒΑΣΙΛΕ│ΙΣΦΙΛΙΠΠΟΣ│Α̣Λ̣[ΕΞΑΝ]Δ̣[Ρ]│Ο[ΣΘΕΟΙΣΜΕΓ]│Α[ΛΟΙΣ], oι βασιλείς Φίλιππος και Αλέξανδρος στους Μεγάλους Θεούς. Οι δύο λίθοι της ζωφόρου αποτελούνται από μετόπη αριστερά και τρίγλυφο δεξιά.
Το Ιωνικό Προστώο
Στη δυτική πλευρά του Αναθήματος Φιλίππου Γ΄ και Αλεξάνδρου Δ΄ προστέθηκε (τέλος 3ου ή α΄ μισό 2ου αι. π.Χ.) το Ιωνικό Προστώο που έβλεπε βόρεια στην Ιερή Οδό. Η πρόσοψή του ήταν είτε τετράστυλη πρόστυλη ή δίστυλη εν παραστάσι. Το Ιωνικό Προστώο ήταν κατασκευασμένο κυρίως από μάρμαρο Θάσου, ενώ τα κιονόκρανα των Ιωνικών κιόνων ήταν από μάρμαρο Προκοννήσου. Η φατνωματική οροφή του κτιρίου ενσωμάτωνε τουλάχιστο δύο διαφορετικά μεγέθη φατνωμάτων και καλυμμάτων με μία ποικιλία ανάγλυφων άνθινων διακοσμητικών στοιχείων. Το Ιωνικό Προστώο ίσως αποτελούσε ναΐσκο/ιερό ή χώρο έκθεσης γλυπτών αναθημάτων, ή εξέδρα θέασης. Πάντως, αν το Ανάθημα Φιλίππου Γ΄ και Αλεξάνδρου Δ΄ ήταν το πρόπυλο του ιερού πριν την κατασκευή (285–281 π.Χ.) του Προπύλου Πτολεμαίου Β΄ και εσωτερικό πρόπυλο στη συνέχεια, τότε πρέπει να θεωρήσουμε την κατασκευή του Ιωνικού Προστώου ως προσπάθεια να δοθεί μνημειακός χαρακτήρας στην πρόσβαση προς την Ιερή Οδό και το εσωτερικό ιερό.
Η Θόλος Αρσινόης Β΄
Η Θόλος Αρσινόης Β΄ ήταν χώρος συνάθροισης ανθρώπων. Με εσωτερικό εμβαδόν 179 τ.μ. μπορούσε να φιλοξενεί τουλάχιστον εκατό άτομα στο πλαίσιο μιας συλλογικής τελετής, η οποία ίσως περιλάμβανε σπονδή και θυσία. Όμως, δεν υπάρχουν ανασκαφικά δεδομένα για την επιβεβαίωση αυτής της υπόθεσης στο εσωτερικό του κτιρίου, παρά μόνο ότι γίνονταν θυσίες εξωτερικά της εισόδου, όπως δεν βρέθηκε απόδειξη παρουσίας συστήματος αερισμού. Επίσης, φαίνεται ότι η Θόλος φωτιζόταν μόνο από την πόρτα. Μία άλλη υπόθεση συνδέει τη Θόλο με τις επίσημες συγκεντρώσεις των θεωρῶν, των ιερών απεσταλμένων από πόλεις της Μακεδονίας, Θράκης, Μικράς Ασίας και νησιών του Αιγαίου. Πρόσφατα, η Θόλος Αρσινόης Β΄ θεωρήθηκε κτίριο όπου γινόταν η προκαταρκτική μύησις στη Σαμοθράκη στη μορφή της Κορυβαντικής τελετουργίας της θρονώσεως που περιγράφεται από τον Πλάτωνα.
To Πρόπυλο Πτολεμαίου Β΄
Το μνημειακό Πρόπυλο Πτολεμαίου Β΄, που κατασκευάστηκε (285–281 π.Χ.) στην απότομη ανατολική όχθη της ανατολικής ρεματιάς του Ιερού των Μεγάλων Θεών, γεφύρωνε τον χείμαρρο και οδηγούσε τους επισκέπτες μέσα στο ιερό. Επιγραφές στο επιστύλιο της ανατολικής και δυτικής πρόσοψης του κτιρίου διακηρύσσουν ότι ο «Βασιλιάς Πτολεμαίος (Β΄, Φιλάδελφος), γιος των Σωτήρων Πτολεμαίου και Βερενίκης ανέθεσε στους Μεγάλους Θεούς».
Το Πρόπυλο Πτολεμαίου Β΄ διακρίνεται για τη λοξή δίοδο με καμάρα που διασχίζει την ασβεστολιθική υποδομή του κτιρίου και διοχέτευε το νερό της κοίτης του χειμάρρου. Πάνω από την υποδομή αυτή, το Πρόπυλο ήταν κατασκευασμένο από μάρμαρο Θάσου και είχε δύο πρόστυλα εξάστυλα προστώα με αετώματα, ένα σε κάθε πλευρά του διπλού θυραίου τοίχου, τον οποίο διαπερνούσε στενό πέρασμα. Στην ανατολική πλευρά το προστώο είναι Ιωνικού ρυθμού, ενώ στη δυτική Κορινθιακού. Ο Κορινθιακός ρυθμός μέχρι τότε χρησιμοποιούνταν κυρίως στο εσωτερικό των οικοδομημάτων. Εδώ, Κορινθιακοί κίονες καταλαμβάνουν μνημειακά τη δυτική πρόσοψη, σηματοδοτώντας στους εισερχόμενους ότι τώρα βρίσκονταν στο εσωτερικό του ιερού. Τα κιονόκρανα ήταν από μάρμαρο Προκοννήσου. Πάνω από το επιστύλιο, το κτίριο διακοσμούνταν από ζωφόρο με εναλλασσόμενα βούκρανα και ρόδακες, γεισήποδες και γείσο με λεοντοκεφαλές υδρορρόες. O αρχιτέκτονας του Προπύλου, ο οποίος πιστεύεται ότι σχεδίασε και τη Θόλο της Αρσινόης Β΄, ίσως είχε ως πρότυπο τα Βόρεια Προπύλαια στην Επίδαυρο.